- κάτοιδα
- κάτ-οιδα, -οισθα, inf. κατειδέναι, part. κατειδώς ([dialect] Locr.A
καταειδώς Schwyzer 366
A6 (Tolophon, iii B.C.)), [tense] pf. (in [tense] pres. sense), [tense] plpf. κατῄδη (in [tense] impf. sense):—know well, understand, c. acc. rei,ἄστρων ὁμήγυριν A.Ag.4
;οὐδὲν κάτοισθα τῶν σαυτοῦ πέρι S.Ph.553
;θεσφάτων βάξιν κατῄδη Id.Tr.87
;φύλλον νώδυνον Id.Ph.44
;κατειδὼς τὴν γυναικείαν φύσιν, ὡς . . ἥδεται Eub.43
;μηδὲν κατειδώς, ἀλλὰ προσποιούμενος Men.628
;ἵν' εὖ κατειδῇς S.Ichn.164
.2 c.acc.pers., know by sight, recognize,τὸν βοτῆρα Id.OT1048
, cf. Tr.418, E.Or.1183, 1521.3 abs., esp. in part., οὐ κατειδώς unwittingly, Id.Med.992 (lyr.), Supp. 1033.4 c. part., know well that . . ,κάτισθι μὴ πολλοὺς ἔτι τρόχους . . τελῶν S.Ant.1064
.5 folld. by an interrog., οὐ κάτοιδ' ὅπως λέγεις I understand not how . . , Id.Aj.270; οὐ κ. ὅτῳ τρόπῳ . . E.Hipp.1245.6 c. inf., know how to, ἦ κάτοισθα δηλῶσαι λόγῳ; S.OT1041.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.